- φρυαγμοσέμνακος
- φρυ-αγμοσέμνᾰκος, ον,A wanton and haughty, ἔχων τρόπους φ., coined to describe Bdelycleon in Ar.V.135.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρυαγμοσέμνακος — ον, Α αγέρωχος και αλαζονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύαγμα + σεμνός + επίθημα ακος (πρβλ. τριβ ακός)] … Dictionary of Greek
φρυαγμοσεμνάκους — φρυαγμοσέμνακος wanton and haughty masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)